ἀργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀργέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἀργέω / ἀργῶ (συνηρημένο)
- παραμένω αδρανής, είμαι άεργος, δεν κάνω απολύτως τίποτε
- (στην παθητική φωνή) παραμένω ανεκτέλεστος, ατελέσφορος, άκαρπος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἱέρων, 9,9, @scaife.perseus
- εἰ δὲ καὶ ἐμπορία ὠφελεῖ τι πόλιν, τιμώμενος ἂν ὁ πλεῖστα τοῦτο ποιῶν καὶ ἐμπόρους ἂν πλείους ἀγείροι. εἰ δὲ φανερὸν γένοιτο ὅτι καὶ ὁ πρόσοδόν τινα ἄλυπον ἐξευρίσκων τῇ πόλει τιμήσεται, οὐδʼ αὕτη ἂν ἡ σκέψις ἀργοῖτο.
- → λείπει η μετάφραση
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἱέρων, 9,9, @scaife.perseus
Πηγές
- ἀργέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀργέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.