αργοσχολία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αργοσχολία οι αργοσχολίες
      γενική της αργοσχολίας των αργοσχολιών
    αιτιατική την αργοσχολία τις αργοσχολίες
     κλητική αργοσχολία αργοσχολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αργοσχολία < αργόσχολος + -ία

Ουσιαστικό

αργοσχολία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.