αργόσυρτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργόσυρτος η αργόσυρτη το αργόσυρτο
      γενική του αργόσυρτου της αργόσυρτης του αργόσυρτου
    αιτιατική τον αργόσυρτο την αργόσυρτη το αργόσυρτο
     κλητική αργόσυρτε αργόσυρτη αργόσυρτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργόσυρτοι οι αργόσυρτες τα αργόσυρτα
      γενική των αργόσυρτων των αργόσυρτων των αργόσυρτων
    αιτιατική τους αργόσυρτους τις αργόσυρτες τα αργόσυρτα
     κλητική αργόσυρτοι αργόσυρτες αργόσυρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αργόσυρτος < αργός + -ο- + συρτός

Επίθετο

αργόσυρτος, -η, -ο

  1. που κινείται αργά
     συνώνυμα: αργοκίνητος
  2. που έχει αργό ρυθμό
     αντώνυμα: μακρόσυρτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.