αραχνιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραχνιασμένος η αραχνιασμένη το αραχνιασμένο
      γενική του αραχνιασμένου της αραχνιασμένης του αραχνιασμένου
    αιτιατική τον αραχνιασμένο την αραχνιασμένη το αραχνιασμένο
     κλητική αραχνιασμένε αραχνιασμένη αραχνιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραχνιασμένοι οι αραχνιασμένες τα αραχνιασμένα
      γενική των αραχνιασμένων των αραχνιασμένων των αραχνιασμένων
    αιτιατική τους αραχνιασμένους τις αραχνιασμένες τα αραχνιασμένα
     κλητική αραχνιασμένοι αραχνιασμένες αραχνιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραχνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αραχνιάζω

Μετοχή

αραχνιασμένος

  • μη προσαρμοσμένος στη σύγχρονη εποχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.