αρακάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αρακάς | οι | αρακάδες |
| γενική | του | αρακά | των | αρακάδων |
| αιτιατική | τον | αρακά | τους | αρακάδες |
| κλητική | αρακά | αρακάδες | ||
| Ο πληθυντικός είναι σπάνιος | ||||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρακάς < αρχαία ελληνική ἄρακος
%252C_Trimingham%252C_Norfolk_(2).JPG.webp)
λοβός αρακά με σπέρματα

κατεψυγμένος αρακάς

αρακάς με σάλτσα ντομάτας
Ουσιαστικό
αρακάς αρσενικό
- (όσπριο) το μπιζέλι, πολύσπερμος λοβός με εδώδιμα μικρά, στρογγυλά και πράσινα σπέρματα
- το κάθε ένα, πλούσιο σε πρωτεΐνες, σπέρμα που περιέχεται σε αυτό το λοβό
- (φυτό) το φυτό που παράγει τα ομώνυμα σπέρματα
- το φαγητό που έχει ως βάση τα παραπάνω σπέρματα
Σημειώσεις
- συνήθως χρησιμοποιείται ο ενικός για την τροφή και το πιάτο, όπως με τα περισσότερα δημητριακά, σε αντίθεση με τα λοιπά φαγώσιμα που χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό (φασόλια, μακαρόνια κλπ)
-
αρακάς στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αρακάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.