αρακάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρακάς οι αρακάδες
      γενική του αρακά των αρακάδων
    αιτιατική τον αρακά τους αρακάδες
     κλητική αρακά αρακάδες
Ο πληθυντικός είναι σπάνιος
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρακάς < αρχαία ελληνική ἄρακος
λοβός αρακά με σπέρματα
κατεψυγμένος αρακάς
αρακάς με σάλτσα ντομάτας

Ουσιαστικό

αρακάς αρσενικό

  1. (όσπριο) το μπιζέλι, πολύσπερμος λοβός με εδώδιμα μικρά, στρογγυλά και πράσινα σπέρματα
  2. το κάθε ένα, πλούσιο σε πρωτεΐνες, σπέρμα που περιέχεται σε αυτό το λοβό
  3. (φυτό) το φυτό που παράγει τα ομώνυμα σπέρματα
  4. το φαγητό που έχει ως βάση τα παραπάνω σπέρματα

Σημειώσεις

  • συνήθως χρησιμοποιείται ο ενικός για την τροφή και το πιάτο, όπως με τα περισσότερα δημητριακά, σε αντίθεση με τα λοιπά φαγώσιμα που χρησιμοποιούμε τον πληθυντικό (φασόλια, μακαρόνια κλπ)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.