μπιζέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπιζέλι | τα | μπιζέλια |
| γενική | του | μπιζελιού | των | μπιζελιών |
| αιτιατική | το | μπιζέλι | τα | μπιζέλια |
| κλητική | μπιζέλι | μπιζέλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_(Leguminosae)_Plant.JPG.webp)
το φυτό...

...και οι καρποί του
Ετυμολογία
- μπιζέλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική piselli, πληθυντικός του pisello που θεωρήθηκε ενικός, με ηχηροποίηση [p] > [b][1] < λατ. υποκοριστικό *pisellum < λατινική pisum < (αντιδάνειο)[2] < αρχαία ελληνική πίσος ή πίσον
Ουσιαστικό
μπιζέλι ουδέτερο
- (όσπριο), αρακάς οι μικροί σφαιρικοί πράσινοι σπόροι της μπιζελιάς
- παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι»
- (φυτό) το φυτό που παράγει τους παραπάνω σπόρους, η μπιζελιά
Συνώνυμα
Συγγενικά
-
μπιζέλι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- μπιζέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.