ἄρακος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ᾰρᾰκο- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ἄρακος | οἱ | ἄρακοι | |
| γενική | τοῦ | ἀράκου | τῶν | ἀράκων | |
| δοτική | τῷ | ἀράκῳ | τοῖς | ἀράκοις | |
| αιτιατική | τὸν | ἄρακον | τοὺς | ἀράκους | |
| κλητική ὦ! | ἄρακε | ἄρακοι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀράκω | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀράκοιν | |||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἄρακος < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν δάνειο ανατολικής προέλευσης.[1] Η εναλλαγή κ/χ και το επίθημα -ιδνα υποδηλώνουν προϋπάρχον υπόστρωμα. Δεν συνδέεται με τη λατινική arinca (είδος σιταριού)[2]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀρακάς ⇒ νέα ελληνικά: αρακάς
Ουσιαστικό
ἄρακος, -ου αρσενικό
- (φυτό, όσπριο) ο αρακάς και το φυτό που τον παράγει
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 412 Απόσπασμα από την κωμωδία Ολκάδες, @archive.org, @poesialatina.it
- ἀράκους, πυρούς, πτισάνην, χόνδρον, ζειάς, αἴρας, σεμίδαλιν.
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 8.8.3, @scaife.perseus
- ἐν δὲ τοῖς φακοῖς ἄρακος τὸ τραχὺ καὶ σκληρόν,
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 71 , 406c, @scaife.perseus, @el.wikisource
- τὰ δὲ πάλιν αὖθις λεκιθώδη, καθάπερ ἄρακος·
- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του φιλόσοφου Φαινία του Ερέσιου.
- τὰ δὲ πάλιν αὖθις λεκιθώδη, καθάπερ ἄρακος·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Απόσπασμα 412 Απόσπασμα από την κωμωδία Ολκάδες, @archive.org, @poesialatina.it
- ἄραξ
- ἄραχος
Αναφορές
- αρακάς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ἄρακος σελ. 122 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἄρακος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.