ἄρακος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰρᾰκο-
ονομαστική ἄρακος οἱ ἄρακοι
      γενική τοῦ ἀράκου τῶν ἀράκων
      δοτική τῷ ἀράκ τοῖς ἀράκοις
    αιτιατική τὸν ἄρακον τοὺς ἀράκους
     κλητική ! ἄρακε ἄρακοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀράκω
γεν-δοτ τοῖν  ἀράκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄρακος < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν δάνειο ανατολικής προέλευσης.[1] Η εναλλαγή κ/χ και το επίθημα -ιδνα υποδηλώνουν προϋπάρχον υπόστρωμα. Δεν συνδέεται με τη λατινική arinca (είδος σιταριού)[2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἀρακάς νέα ελληνικά: αρακάς

Ουσιαστικό

ἄρακος, -ου αρσενικό

  • ἄραξ
  • ἄραχος

Συγγενικά

Αναφορές

  1. αρακάς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. ἄρακος σελ. 122 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.