αραδωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραδωτός η αραδωτή το αραδωτό
      γενική του αραδωτού της αραδωτής του αραδωτού
    αιτιατική τον αραδωτό την αραδωτή το αραδωτό
     κλητική αραδωτέ αραδωτή αραδωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραδωτοί οι αραδωτές τα αραδωτά
      γενική των αραδωτών των αραδωτών των αραδωτών
    αιτιατική τους αραδωτούς τις αραδωτές τα αραδωτά
     κλητική αραδωτοί αραδωτές αραδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αραδωτός < *αραδώνω (< αράδα) + -τός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.ðoˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραδωτός

Επίθετο

αραδωτός, -ή, -ό

  • που διαθέτει αράδες, ο γραμμωτός[2]
      Εργαζότανε ντυμένος με καλοβουρτσισμένο μαύρο κοστούμι, έβγαζε μονάχα το σακάκι του κι έβαζε μια μακριά αραδωτή ποδιά, που τον σκέπαζε ολόκληρο από μπροστά.
    Τόμας Γουλφ, Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2017, σελ. 99 @books.google.gr

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αραδωτός -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.