απότμημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απότμημα | τα | αποτμήματα |
| γενική | του | αποτμήματος | των | αποτμημάτων |
| αιτιατική | το | απότμημα | τα | αποτμήματα |
| κλητική | απότμημα | αποτμήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απότμημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπότμημα < αρχαία ελληνική ἀποτέμνω < ἀπό + τέμνω
Ουσιαστικό
απότμημα ουδέτερο
Πηγές
- απότμημα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.