fragment

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

fragment (fr) αρσενικό

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

fragment (en)

  1. θραύσμα, κομμάτι από αντικείμενο που έσπασε
  2. απόσπασμα από κείμενο της αρχαιότητας που δεν διασώθηκε ολόκληρο, σπάραγμα
  3. (πληροφορική) τμήμα κώδικα



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

fragment (pl) αρσενικό

  1. το απόσπασμα, το μέρος που προέρχεται από κάποιο σύνολο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.