απόζευξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόζευξη οι αποζεύξεις
      γενική της απόζευξης* των αποζεύξεων
    αιτιατική την απόζευξη τις αποζεύξεις
     κλητική απόζευξη αποζεύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποζεύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόζευξη < (ελληνιστική κοινή) ἀπόζευξις

Ουσιαστικό

απόζευξη θηλυκό

  1. (ηλεκτρολογία) η αποσύνδεση ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να υπάρξει διακοπή ρεύματος
  2. (λόγιο) το λύσιμο ενός ζώου από ζυγό
     συνώνυμα: ξέζεμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.