απωθημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απωθημένος η απωθημένη το απωθημένο
      γενική του απωθημένου της απωθημένης του απωθημένου
    αιτιατική τον απωθημένο την απωθημένη το απωθημένο
     κλητική απωθημένε απωθημένη απωθημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απωθημένοι οι απωθημένες τα απωθημένα
      γενική των απωθημένων των απωθημένων των απωθημένων
    αιτιατική τους απωθημένους τις απωθημένες τα απωθημένα
     κλητική απωθημένοι απωθημένες απωθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απωθημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απωθώ

Μετοχή

απωθημένος

  1. που τον έχουμε απωθήσει
  2. απωθημένα: καταπιεσμένες επιθυμίες, βιώματα, συναισθήματα, τάσεις οι οποίες έχουν μετατοπιστεί στο υποσυνείδητο κάποιου, εξακολουθούν όμως να τον επηρεάζουν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.