πραγματοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πραγματοποιημένος η πραγματοποιημένη το πραγματοποιημένο
      γενική του πραγματοποιημένου της πραγματοποιημένης του πραγματοποιημένου
    αιτιατική τον πραγματοποιημένο την πραγματοποιημένη το πραγματοποιημένο
     κλητική πραγματοποιημένε πραγματοποιημένη πραγματοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πραγματοποιημένοι οι πραγματοποιημένες τα πραγματοποιημένα
      γενική των πραγματοποιημένων των πραγματοποιημένων των πραγματοποιημένων
    αιτιατική τους πραγματοποιημένους τις πραγματοποιημένες τα πραγματοποιημένα
     κλητική πραγματοποιημένοι πραγματοποιημένες πραγματοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πραγματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πραγματοποιώ

Μετοχή

πραγματοποιημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.