αποφαλακρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποφαλακρώνω < αρχαία ελληνική ἀποφαλακρόω < ἀπό + φαλακρός < φαλός (<φάω) + ἄκρος
Ρήμα
αποφαλακρώνω
Μεταφράσεις
αποφαλακρώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.