αποφαλακρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποφαλακρώνω < αρχαία ελληνική ἀποφαλακρόω < ἀπό + φαλακρός < φαλός (<φάω) + ἄκρος

Ρήμα

αποφαλακρώνω

  1. κάνω κάποιον φαλακρό
  2. αποψιλώνω
     συνώνυμα:: απογυμνώνω, αποδασώνω, αποψιλώνω, εκδασώνω, ερημώνω
     αντώνυμα:: αναδασώνω, δασώνω, δενδροφυτεύω, φυτεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.