shave
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| shave | shaves |
shave (en)
- το ξύρισμα
- ↪ a close shave - κόντρα ξύρισμα
- ↪ He gave him a shave.
- Τον ξύρισε.
Ρήμα
| ενεστώτας | shave |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | shaves |
| αόριστος | shaved |
| παθητική μετοχή | shaved |
| ενεργητική μετοχή | shaving |
shave (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξυρίζω, ξυρίζομαι, κόβω τρίχες από το δέρμα, ειδικά το πρόσωπο, με ξυράφι
- ↪ I shave every day.
- Ξυρίζομαι κάθε μέρα.
- ↪ I cut myself while shaving.
- Κόπηκα ενώ ξυριζόμουνα.
- ↪ The barber cut him while he was shaving him.
- Τον έκοψε ο κουρέας καθώς τον ξύριζε.
- ↪ I will shave and wash up.
- Θα ξυριστώ και θα πλυθώ.
- ↪ Do you shave yourself or go to the barbershop?
- Ξυρίζεσαι μόνος σου ή πας στο κουρείο;
- ↪ One day he showed up with a shaved mustache.
- Μια μέρα εμφανίστηκε με ξυρισμένο το μουστάκι του.
- ↪ I shave every day.
- αποψιλώνω
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.