αποχύλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποχύλωμα τα αποχυλώματα
      γενική του αποχυλώματος των αποχυλωμάτων
    αιτιατική το αποχύλωμα τα αποχυλώματα
     κλητική αποχύλωμα αποχυλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποχύλωμα < αποχυλώνω + -μα < χυλώνω < αρχαία ελληνική χυλόω / χυλῶ + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈçi.lo.ma/

Ουσιαστικό

αποχύλωμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.