χυλώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χυλώνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χυλόω / χυλῶ + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /çiˈlo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χυλώνω

Ρήμα

χυλώνω, αόρ.: χύλωσα, μτχ.π.π.: χυλωμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) γίνομαι χυλός
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι χυλό

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χυλός

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.