χύλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χύλωμα | τα | χυλώματα |
| γενική | του | χυλώματος | των | χυλωμάτων |
| αιτιατική | το | χύλωμα | τα | χυλώματα |
| κλητική | χύλωμα | χυλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χύλωμα < αρχαία ελληνική χυλόω / χυλῶ + -ώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçi.lo.ma/
Μεταφράσεις
χύλωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.