αποχαιρετισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχαιρετισμένος η αποχαιρετισμένη το αποχαιρετισμένο
      γενική του αποχαιρετισμένου της αποχαιρετισμένης του αποχαιρετισμένου
    αιτιατική τον αποχαιρετισμένο την αποχαιρετισμένη το αποχαιρετισμένο
     κλητική αποχαιρετισμένε αποχαιρετισμένη αποχαιρετισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχαιρετισμένοι οι αποχαιρετισμένες τα αποχαιρετισμένα
      γενική των αποχαιρετισμένων των αποχαιρετισμένων των αποχαιρετισμένων
    αιτιατική τους αποχαιρετισμένους τις αποχαιρετισμένες τα αποχαιρετισμένα
     κλητική αποχαιρετισμένοι αποχαιρετισμένες αποχαιρετισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποχαιρετισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποχαιρετίζω, αποχαιρετώ και αποχαιρετάω

Μετοχή

αποχαιρετισμένος

  • αυτός που έχει χαιρετηθεί όταν έφυγε.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.