αποχαιρετάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποχαιρετάω < αποχαιρετ(ώ) + -άω  δείτε τη λέξη αποχαιρετώ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.çe.ɾeˈta.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποχαιρετάω

Ρήμα

αποχαιρετάω/αποχαιρετώ, αόρ.: αποχαιρέτησα, παθ.φωνή: αποχαιρετιέμαι, π.αόρ.: αποχαιρετήθηκα, μτχ.π.π.: αποχαιρετημένος

  1. χαιρετάω κάποιον καθώς τον αποχωρίζομαι
  2. (μεταφορικά) αφήνω για πάντα κάτι που μου άρεσε

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις από, χαιρετώ, χαίρω και χαρά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.