αποχαιρετάω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποχαιρετάω < αποχαιρετ(ώ) + -άω → δείτε τη λέξη αποχαιρετώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.çe.ɾeˈta.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐χαι‐ρε‐τά‐ω
Ρήμα
αποχαιρετάω/αποχαιρετώ, αόρ.: αποχαιρέτησα, παθ.φωνή: αποχαιρετιέμαι, π.αόρ.: αποχαιρετήθηκα, μτχ.π.π.: αποχαιρετημένος
- χαιρετάω κάποιον καθώς τον αποχωρίζομαι
- (μεταφορικά) αφήνω για πάντα κάτι που μου άρεσε
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποχαιρετάω - αποχαιρετώ | αποχαιρετούσα - αποχαιρέταγα | θα αποχαιρετάω - αποχαιρετώ | να αποχαιρετάω - αποχαιρετώ | αποχαιρετώντας | |
| β' ενικ. | αποχαιρετάς | αποχαιρετούσες - αποχαιρέταγες | θα αποχαιρετάς | να αποχαιρετάς | αποχαιρέτα - αποχαιρέταγε | |
| γ' ενικ. | αποχαιρετάει - αποχαιρετά | αποχαιρετούσε - αποχαιρέταγε | θα αποχαιρετάει - αποχαιρετά | να αποχαιρετάει - αποχαιρετά | ||
| α' πληθ. | αποχαιρετάμε - αποχαιρετούμε | αποχαιρετούσαμε - αποχαιρετάγαμε | θα αποχαιρετάμε - αποχαιρετούμε | να αποχαιρετάμε - αποχαιρετούμε | ||
| β' πληθ. | αποχαιρετάτε | αποχαιρετούσατε - αποχαιρετάγατε | θα αποχαιρετάτε | να αποχαιρετάτε | αποχαιρετάτε | |
| γ' πληθ. | αποχαιρετάν(ε) - αποχαιρετούν(ε) | αποχαιρετούσαν(ε) - αποχαιρέταγαν - αποχαιρετάγανε | θα αποχαιρετάν(ε) - αποχαιρετούν(ε) | να αποχαιρετάν(ε) - αποχαιρετούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποχαιρέτησα | θα αποχαιρετήσω | να αποχαιρετήσω | αποχαιρετήσει | ||
| β' ενικ. | αποχαιρέτησες | θα αποχαιρετήσεις | να αποχαιρετήσεις | αποχαιρέτα - αποχαιρέτησε | ||
| γ' ενικ. | αποχαιρέτησε | θα αποχαιρετήσει | να αποχαιρετήσει | |||
| α' πληθ. | αποχαιρετήσαμε | θα αποχαιρετήσουμε | να αποχαιρετήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποχαιρετήσατε | θα αποχαιρετήσετε | να αποχαιρετήσετε | αποχαιρετήστε | ||
| γ' πληθ. | αποχαιρέτησαν αποχαιρετήσαν(ε) |
θα αποχαιρετήσουν(ε) | να αποχαιρετήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποχαιρετήσει | είχα αποχαιρετήσει | θα έχω αποχαιρετήσει | να έχω αποχαιρετήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποχαιρετήσει | είχες αποχαιρετήσει | θα έχεις αποχαιρετήσει | να έχεις αποχαιρετήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποχαιρετήσει | είχε αποχαιρετήσει | θα έχει αποχαιρετήσει | να έχει αποχαιρετήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποχαιρετήσει | είχαμε αποχαιρετήσει | θα έχουμε αποχαιρετήσει | να έχουμε αποχαιρετήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποχαιρετήσει | είχατε αποχαιρετήσει | θα έχετε αποχαιρετήσει | να έχετε αποχαιρετήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποχαιρετήσει | είχαν αποχαιρετήσει | θα έχουν αποχαιρετήσει | να έχουν αποχαιρετήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποχαιρετιέμαι | αποχαιρετιόμουν(α) | θα αποχαιρετιέμαι | να αποχαιρετιέμαι | ||
| β' ενικ. | αποχαιρετιέσαι | αποχαιρετιόσουν(α) | θα αποχαιρετιέσαι | να αποχαιρετιέσαι | ||
| γ' ενικ. | αποχαιρετιέται | αποχαιρετιόταν(ε) | θα αποχαιρετιέται | να αποχαιρετιέται | ||
| α' πληθ. | αποχαιρετιόμαστε | αποχαιρετιόμαστε αποχαιρετιόμασταν |
θα αποχαιρετιόμαστε | να αποχαιρετιόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποχαιρετιέστε | αποχαιρετιόσαστε αποχαιρετιόσασταν |
θα αποχαιρετιέστε | να αποχαιρετιέστε | αποχαιρετιέστε | |
| γ' πληθ. | αποχαιρετιούνται | αποχαιρετιόνταν(ε) αποχαιρετιούνταν αποχαιρετιόντουσαν |
θα αποχαιρετιούνται | να αποχαιρετιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποχαιρετήθηκα | θα αποχαιρετηθώ | να αποχαιρετηθώ | αποχαιρετηθεί | ||
| β' ενικ. | αποχαιρετήθηκες | θα αποχαιρετηθείς | να αποχαιρετηθείς | αποχαιρετήσου | ||
| γ' ενικ. | αποχαιρετήθηκε | θα αποχαιρετηθεί | να αποχαιρετηθεί | |||
| α' πληθ. | αποχαιρετηθήκαμε | θα αποχαιρετηθούμε | να αποχαιρετηθούμε | |||
| β' πληθ. | αποχαιρετηθήκατε | θα αποχαιρετηθείτε | να αποχαιρετηθείτε | αποχαιρετηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποχαιρετήθηκαν αποχαιρετηθήκαν(ε) |
θα αποχαιρετηθούν(ε) | να αποχαιρετηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποχαιρετηθεί | είχα αποχαιρετηθεί | θα έχω αποχαιρετηθεί | να έχω αποχαιρετηθεί | αποχαιρετημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποχαιρετηθεί | είχες αποχαιρετηθεί | θα έχεις αποχαιρετηθεί | να έχεις αποχαιρετηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποχαιρετηθεί | είχε αποχαιρετηθεί | θα έχει αποχαιρετηθεί | να έχει αποχαιρετηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποχαιρετηθεί | είχαμε αποχαιρετηθεί | θα έχουμε αποχαιρετηθεί | να έχουμε αποχαιρετηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποχαιρετηθεί | είχατε αποχαιρετηθεί | θα έχετε αποχαιρετηθεί | να έχετε αποχαιρετηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποχαιρετηθεί | είχαν αποχαιρετηθεί | θα έχουν αποχαιρετηθεί | να έχουν αποχαιρετηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.