αποφυλακιστήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποφυλακιστήριος | η | αποφυλακιστήρια | το | αποφυλακιστήριο |
| γενική | του | αποφυλακιστήριου | της | αποφυλακιστήριας | του | αποφυλακιστήριου |
| αιτιατική | τον | αποφυλακιστήριο | την | αποφυλακιστήρια | το | αποφυλακιστήριο |
| κλητική | αποφυλακιστήριε | αποφυλακιστήρια | αποφυλακιστήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποφυλακιστήριοι | οι | αποφυλακιστήριες | τα | αποφυλακιστήρια |
| γενική | των | αποφυλακιστήριων | των | αποφυλακιστήριων | των | αποφυλακιστήριων |
| αιτιατική | τους | αποφυλακιστήριους | τις | αποφυλακιστήριες | τα | αποφυλακιστήρια |
| κλητική | αποφυλακιστήριοι | αποφυλακιστήριες | αποφυλακιστήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποφυλακιστήριος < αποφυλακίζω + -τήριος
Επίθετο
αποφυλακιστήριος, -α, -ο
- που έχει σχέση με την αποφυλάκιση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) αποφυλακιστήριο: επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει την αποφυλάκιση πρώην φυλακισμένου
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποφυλακίζω, φυλακίζω, φυλακή και φυλάττω
Μεταφράσεις
αποφυλακιστήριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.