αποφυλακιστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποφυλακιστήριο | τα | αποφυλακιστήρια |
| γενική | του | αποφυλακιστηρίου & αποφυλακιστήριου |
των | αποφυλακιστηρίων |
| αιτιατική | το | αποφυλακιστήριο | τα | αποφυλακιστήρια |
| κλητική | αποφυλακιστήριο | αποφυλακιστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποφυλακιστήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αποφυλακιστήριος < αποφυλακίζω + -τήριος
Ουσιαστικό
αποφυλακιστήριο ουδέτερο
- επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει την αποφυλάκιση πρώην φυλακισμένου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.