αποφράδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποφράδα | οι | αποφράδες |
| γενική | της | αποφράδας | των | αποφράδων |
| αιτιατική | την | αποφράδα | τις | αποφράδες |
| κλητική | αποφράδα | αποφράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποφράδα < αρχαία ελληνική ἀποφράς < ἀπό + φράζω (λέω)
Ουσιαστικό
αποφράδα θηλυκό
- καταραμένη, δυσοίωνη ή γρουσούζικη μέρα, ημέρα την οποία δεν θα ήθελε κανείς ούτε να την αναφέρει, επειδή θυμίζει θλιβερό γεγονός
Μεταφράσεις
αποφράδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.