δενδροφυτεύω
Νέα ελληνικά (el)

Παιδιά που δενδροφυτεύουν.
Ετυμολογία
- δενδροφυτεύω < δενδρο- + φυτεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðen.ðɾo.fiˈte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐δρο‐φυ‐τεύ‐ω
Ρήμα
δενδροφυτεύω, αόρ.: δενδροφύτεψα, παθ.φωνή: δενδροφυτεύομαι, π.αόρ.: δενδροφυτεύθηκα/-εύτηκα, μτχ.π.π.: δενδροφυτευμένος/δενδροφυτεμένος
- φυτεύω δέντρα σε μια περιοχή
- άλλες μορφές: δεντροφυτεύω
Συγγενικά
- δενδροφυτευμένος, δενδροφυτεμένος
- δενδροφύτευση
- δενδρόφυτος
- → δείτε τις λέξεις δένδρο, φυτεύω, φυτό και φύω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δενδροφυτεύω | δενδροφύτευα | θα δενδροφυτεύω | να δενδροφυτεύω | δενδροφυτεύοντας | |
| β' ενικ. | δενδροφυτεύεις | δενδροφύτευες | θα δενδροφυτεύεις | να δενδροφυτεύεις | δενδροφύτευε | |
| γ' ενικ. | δενδροφυτεύει | δενδροφύτευε | θα δενδροφυτεύει | να δενδροφυτεύει | ||
| α' πληθ. | δενδροφυτεύουμε | δενδροφυτεύαμε | θα δενδροφυτεύουμε | να δενδροφυτεύουμε | ||
| β' πληθ. | δενδροφυτεύετε | δενδροφυτεύατε | θα δενδροφυτεύετε | να δενδροφυτεύετε | δενδροφυτεύετε | |
| γ' πληθ. | δενδροφυτεύουν(ε) | δενδροφύτευαν δενδροφυτεύαν(ε) |
θα δενδροφυτεύουν(ε) | να δενδροφυτεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δενδροφύτεψα | θα δενδροφυτέψω | να δενδροφυτέψω | δενδροφυτέψει | ||
| β' ενικ. | δενδροφύτεψες | θα δενδροφυτέψεις | να δενδροφυτέψεις | δενδροφύτεψε | ||
| γ' ενικ. | δενδροφύτεψε | θα δενδροφυτέψει | να δενδροφυτέψει | |||
| α' πληθ. | δενδροφυτέψαμε | θα δενδροφυτέψουμε | να δενδροφυτέψουμε | |||
| β' πληθ. | δενδροφυτέψατε | θα δενδροφυτέψετε | να δενδροφυτέψετε | δενδροφυτέψτε | ||
| γ' πληθ. | δενδροφύτεψαν δενδροφυτέψαν(ε) |
θα δενδροφυτέψουν(ε) | να δενδροφυτέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δενδροφυτέψει | είχα δενδροφυτέψει | θα έχω δενδροφυτέψει | να έχω δενδροφυτέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις δενδροφυτέψει | είχες δενδροφυτέψει | θα έχεις δενδροφυτέψει | να έχεις δενδροφυτέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει δενδροφυτέψει | είχε δενδροφυτέψει | θα έχει δενδροφυτέψει | να έχει δενδροφυτέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δενδροφυτέψει | είχαμε δενδροφυτέψει | θα έχουμε δενδροφυτέψει | να έχουμε δενδροφυτέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε δενδροφυτέψει | είχατε δενδροφυτέψει | θα έχετε δενδροφυτέψει | να έχετε δενδροφυτέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δενδροφυτέψει | είχαν δενδροφυτέψει | θα έχουν δενδροφυτέψει | να έχουν δενδροφυτέψει |
| |
Παθητική φωνή: αοριστικό θέμα με -εύθ- και με -εύτ- → λείπει η κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δενδροφυτεύομαι | δενδροφυτευόμουν(α) | θα δενδροφυτεύομαι | να δενδροφυτεύομαι | ||
| β' ενικ. | δενδροφυτεύεσαι | δενδροφυτευόσουν(α) | θα δενδροφυτεύεσαι | να δενδροφυτεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | δενδροφυτεύεται | δενδροφυτευόταν(ε) | θα δενδροφυτεύεται | να δενδροφυτεύεται | ||
| α' πληθ. | δενδροφυτευόμαστε | δενδροφυτευόμαστε δενδροφυτευόμασταν |
θα δενδροφυτευόμαστε | να δενδροφυτευόμαστε | ||
| β' πληθ. | δενδροφυτεύεστε | δενδροφυτευόσαστε δενδροφυτευόσασταν |
θα δενδροφυτεύεστε | να δενδροφυτεύεστε | (δενδροφυτεύεστε) | |
| γ' πληθ. | δενδροφυτεύονται | δενδροφυτεύονταν δενδροφυτευόντουσαν |
θα δενδροφυτεύονται | να δενδροφυτεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δενδροφυτεύτηκα | θα δενδροφυτευτώ | να δενδροφυτευτώ | δενδροφυτευτεί | ||
| β' ενικ. | δενδροφυτεύτηκες | θα δενδροφυτευτείς | να δενδροφυτευτείς | δενδροφυτέψου | ||
| γ' ενικ. | δενδροφυτεύτηκε | θα δενδροφυτευτεί | να δενδροφυτευτεί | |||
| α' πληθ. | δενδροφυτευτήκαμε | θα δενδροφυτευτούμε | να δενδροφυτευτούμε | |||
| β' πληθ. | δενδροφυτευτήκατε | θα δενδροφυτευτείτε | να δενδροφυτευτείτε | δενδροφυτευτείτε | ||
| γ' πληθ. | δενδροφυτεύτηκαν δενδροφυτευτήκαν(ε) |
θα δενδροφυτευτούν(ε) | να δενδροφυτευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δενδροφυτευτεί | είχα δενδροφυτευτεί | θα έχω δενδροφυτευτεί | να έχω δενδροφυτευτεί | δενδροφυτεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις δενδροφυτευτεί | είχες δενδροφυτευτεί | θα έχεις δενδροφυτευτεί | να έχεις δενδροφυτευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δενδροφυτευτεί | είχε δενδροφυτευτεί | θα έχει δενδροφυτευτεί | να έχει δενδροφυτευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δενδροφυτευτεί | είχαμε δενδροφυτευτεί | θα έχουμε δενδροφυτευτεί | να έχουμε δενδροφυτευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δενδροφυτευτεί | είχατε δενδροφυτευτεί | θα έχετε δενδροφυτευτεί | να έχετε δενδροφυτευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δενδροφυτευτεί | είχαν δενδροφυτευτεί | θα έχουν δενδροφυτευτεί | να έχουν δενδροφυτευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δενδροφυτεμένος - είμαστε, είστε, είναι δενδροφυτεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δενδροφυτεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δενδροφυτεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δενδροφυτεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δενδροφυτεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δενδροφυτεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δενδροφυτεμένοι | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δενδροφυτεύομαι | δενδροφυτευόμουν(α) | θα δενδροφυτεύομαι | να δενδροφυτεύομαι | ||
| β' ενικ. | δενδροφυτεύεσαι | δενδροφυτευόσουν(α) | θα δενδροφυτεύεσαι | να δενδροφυτεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | δενδροφυτεύεται | δενδροφυτευόταν(ε) | θα δενδροφυτεύεται | να δενδροφυτεύεται | ||
| α' πληθ. | δενδροφυτευόμαστε | δενδροφυτευόμαστε δενδροφυτευόμασταν |
θα δενδροφυτευόμαστε | να δενδροφυτευόμαστε | ||
| β' πληθ. | δενδροφυτεύεστε | δενδροφυτευόσαστε δενδροφυτευόσασταν |
θα δενδροφυτεύεστε | να δενδροφυτεύεστε | (δενδροφυτεύεστε) | |
| γ' πληθ. | δενδροφυτεύονται | δενδροφυτεύονταν δενδροφυτευόντουσαν |
θα δενδροφυτεύονται | να δενδροφυτεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δενδροφυτεύτηκα | θα δενδροφυτευτώ | να δενδροφυτευτώ | δενδροφυτευτεί | ||
| β' ενικ. | δενδροφυτεύτηκες | θα δενδροφυτευτείς | να δενδροφυτευτείς | δενδροφυτεύσου | ||
| γ' ενικ. | δενδροφυτεύτηκε | θα δενδροφυτευτεί | να δενδροφυτευτεί | |||
| α' πληθ. | δενδροφυτευτήκαμε | θα δενδροφυτευτούμε | να δενδροφυτευτούμε | |||
| β' πληθ. | δενδροφυτευτήκατε | θα δενδροφυτευτείτε | να δενδροφυτευτείτε | δενδροφυτευτείτε | ||
| γ' πληθ. | δενδροφυτεύτηκαν δενδροφυτευτήκαν(ε) |
θα δενδροφυτευτούν(ε) | να δενδροφυτευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δενδροφυτευτεί | είχα δενδροφυτευτεί | θα έχω δενδροφυτευτεί | να έχω δενδροφυτευτεί | δενδροφυτευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις δενδροφυτευτεί | είχες δενδροφυτευτεί | θα έχεις δενδροφυτευτεί | να έχεις δενδροφυτευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δενδροφυτευτεί | είχε δενδροφυτευτεί | θα έχει δενδροφυτευτεί | να έχει δενδροφυτευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δενδροφυτευτεί | είχαμε δενδροφυτευτεί | θα έχουμε δενδροφυτευτεί | να έχουμε δενδροφυτευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δενδροφυτευτεί | είχατε δενδροφυτευτεί | θα έχετε δενδροφυτευτεί | να έχετε δενδροφυτευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δενδροφυτευτεί | είχαν δενδροφυτευτεί | θα έχουν δενδροφυτευτεί | να έχουν δενδροφυτευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δενδροφυτευμένος - είμαστε, είστε, είναι δενδροφυτευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δενδροφυτευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δενδροφυτευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δενδροφυτευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δενδροφυτευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δενδροφυτευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δενδροφυτευμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.