αποτροπιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποτροπιασμένος | η | αποτροπιασμένη | το | αποτροπιασμένο |
| γενική | του | αποτροπιασμένου | της | αποτροπιασμένης | του | αποτροπιασμένου |
| αιτιατική | τον | αποτροπιασμένο | την | αποτροπιασμένη | το | αποτροπιασμένο |
| κλητική | αποτροπιασμένε | αποτροπιασμένη | αποτροπιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποτροπιασμένοι | οι | αποτροπιασμένες | τα | αποτροπιασμένα |
| γενική | των | αποτροπιασμένων | των | αποτροπιασμένων | των | αποτροπιασμένων |
| αιτιατική | τους | αποτροπιασμένους | τις | αποτροπιασμένες | τα | αποτροπιασμένα |
| κλητική | αποτροπιασμένοι | αποτροπιασμένες | αποτροπιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.tɾo.pi.aˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τρο‐πι‐α‐σμέ‐νος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αποτροπιασμένος
|
|
Πηγές
- αποτροπιασμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.