risk

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
risk risks

risk (en)

  • ο κίνδυνος, το ρίσκο, η πιθανότητα να εμφανιστεί ένας κίνδυνος
    There’s a risk of coastal cities flooding from melting ice.
    Υπάρχει κίνδυνος να πλημμυρίσουν οι παραθαλάσσιες πόλεις από την τήξη των πάγων.

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας risk
γ΄ ενικό ενεστώτα risks
αόριστος risked
παθητική μετοχή risked
ενεργητική μετοχή risking

risk (en)

  • ρισκάρω, κινδυνεύω, διακινδυνεύω, βάζω κάτι πολύτιμο ή σημαντικό σε μια επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία θα μπορούσε να χαθεί ή να καταστραφεί
    He risks losing it all.
    Κινδυνεύει να τα χάσει όλα.
    He saved the child risking his own life.
    Έσωσε το παιδί διακινδυνεύοντας τη δική του ζωή.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.