risk
Αγγλικά (en)
Εκφράσεις
Ρήμα
| ενεστώτας | risk |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | risks |
| αόριστος | risked |
| παθητική μετοχή | risked |
| ενεργητική μετοχή | risking |
risk (en)
- ρισκάρω, κινδυνεύω, διακινδυνεύω, βάζω κάτι πολύτιμο ή σημαντικό σε μια επικίνδυνη κατάσταση, στην οποία θα μπορούσε να χαθεί ή να καταστραφεί
- ↪ He risks losing it all.
- Κινδυνεύει να τα χάσει όλα.
- ↪ He saved the child risking his own life.
- Έσωσε το παιδί διακινδυνεύοντας τη δική του ζωή.
- ↪ He risks losing it all.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.