αποτεφρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
αποτεφρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποτεφρώνω
- θα αποτεφρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποτεφρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
αποτεφρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποτέφρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.