αποσφαλματωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποσφαλματωτής | οι | αποσφαλματωτές |
| γενική | του | αποσφαλματωτή | των | αποσφαλματωτών |
| αιτιατική | τον | αποσφαλματωτή | τους | αποσφαλματωτές |
| κλητική | αποσφαλματωτή | αποσφαλματωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποσφαλματωτής < αποσφαλματώνω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debugger)
Συγγενικά
- αποσφαλματώνω
- αποσφαλμάτωση
- → δείτε τις λέξεις από, σφάλμα και σφάλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.