αποστρατιωτικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποστρατιωτικοποίηση | οι | αποστρατιωτικοποιήσεις |
| γενική | της | αποστρατιωτικοποίησης* | των | αποστρατιωτικοποιήσεων |
| αιτιατική | την | αποστρατιωτικοποίηση | τις | αποστρατιωτικοποιήσεις |
| κλητική | αποστρατιωτικοποίηση | αποστρατιωτικοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποστρατιωτικοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποστρατιωτικοποίηση < (αποστρατιωτικοποιώ) αποστρατιωτικοποιη- + -σις > -ση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démilitarisation[1]
Ουσιαστικό
αποστρατιωτικοποίηση θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποστρατιωτικοποιώ
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποστρατιωτικοποιώ και στρατός
Μεταφράσεις
αποστρατιωτικοποίηση
Αναφορές
- αποστρατιωτικοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.