αποστραγγισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστραγγισμένος η αποστραγγισμένη το αποστραγγισμένο
      γενική του αποστραγγισμένου της αποστραγγισμένης του αποστραγγισμένου
    αιτιατική τον αποστραγγισμένο την αποστραγγισμένη το αποστραγγισμένο
     κλητική αποστραγγισμένε αποστραγγισμένη αποστραγγισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστραγγισμένοι οι αποστραγγισμένες τα αποστραγγισμένα
      γενική των αποστραγγισμένων των αποστραγγισμένων των αποστραγγισμένων
    αιτιατική τους αποστραγγισμένους τις αποστραγγισμένες τα αποστραγγισμένα
     κλητική αποστραγγισμένοι αποστραγγισμένες αποστραγγισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αποστραγγισμένος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.