αποστραγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποστραγγίζω <
- για τη σημασία «στραγγίζω τελείως» < ελληνιστική κοινή ἀποστραγγίζομαι (στη σημασία σταματάω) < ἀπό + στραγγίζω < στράγξ
- για τις λόγιες χρήσεις < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική égoutter [1]
Ρήμα
αποστραγγίζω (παθητική φωνή: αποστραγγίζομαι)
- στραγγίζω τελείως
- απομακρύνω το νερό (ή άλλα υγρά) από εδάφη με μεγάλη περιεκτικότητα σ' αυτό, κάνοντας τα απαραίτητα τεχνικά έργα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποστραγγίζω | αποστράγγιζα | θα αποστραγγίζω | να αποστραγγίζω | αποστραγγίζοντας | |
| β' ενικ. | αποστραγγίζεις | αποστράγγιζες | θα αποστραγγίζεις | να αποστραγγίζεις | αποστράγγιζε | |
| γ' ενικ. | αποστραγγίζει | αποστράγγιζε | θα αποστραγγίζει | να αποστραγγίζει | ||
| α' πληθ. | αποστραγγίζουμε | αποστραγγίζαμε | θα αποστραγγίζουμε | να αποστραγγίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποστραγγίζετε | αποστραγγίζατε | θα αποστραγγίζετε | να αποστραγγίζετε | αποστραγγίζετε | |
| γ' πληθ. | αποστραγγίζουν(ε) | αποστράγγιζαν αποστραγγίζαν(ε) |
θα αποστραγγίζουν(ε) | να αποστραγγίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποστράγγισα | θα αποστραγγίσω | να αποστραγγίσω | αποστραγγίσει | ||
| β' ενικ. | αποστράγγισες | θα αποστραγγίσεις | να αποστραγγίσεις | αποστράγγισε | ||
| γ' ενικ. | αποστράγγισε | θα αποστραγγίσει | να αποστραγγίσει | |||
| α' πληθ. | αποστραγγίσαμε | θα αποστραγγίσουμε | να αποστραγγίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποστραγγίσατε | θα αποστραγγίσετε | να αποστραγγίσετε | αποστραγγίστε | ||
| γ' πληθ. | αποστράγγισαν αποστραγγίσαν(ε) |
θα αποστραγγίσουν(ε) | να αποστραγγίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποστραγγίσει | είχα αποστραγγίσει | θα έχω αποστραγγίσει | να έχω αποστραγγίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποστραγγίσει | είχες αποστραγγίσει | θα έχεις αποστραγγίσει | να έχεις αποστραγγίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστραγγίσει | είχε αποστραγγίσει | θα έχει αποστραγγίσει | να έχει αποστραγγίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστραγγίσει | είχαμε αποστραγγίσει | θα έχουμε αποστραγγίσει | να έχουμε αποστραγγίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστραγγίσει | είχατε αποστραγγίσει | θα έχετε αποστραγγίσει | να έχετε αποστραγγίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστραγγίσει | είχαν αποστραγγίσει | θα έχουν αποστραγγίσει | να έχουν αποστραγγίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποστραγγίζομαι | αποστραγγιζόμουν(α) | θα αποστραγγίζομαι | να αποστραγγίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποστραγγίζεσαι | αποστραγγιζόσουν(α) | θα αποστραγγίζεσαι | να αποστραγγίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποστραγγίζεται | αποστραγγιζόταν(ε) | θα αποστραγγίζεται | να αποστραγγίζεται | ||
| α' πληθ. | αποστραγγιζόμαστε | αποστραγγιζόμαστε αποστραγγιζόμασταν |
θα αποστραγγιζόμαστε | να αποστραγγιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποστραγγίζεστε | αποστραγγιζόσαστε αποστραγγιζόσασταν |
θα αποστραγγίζεστε | να αποστραγγίζεστε | (αποστραγγίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποστραγγίζονται | αποστραγγίζονταν αποστραγγιζόντουσαν |
θα αποστραγγίζονται | να αποστραγγίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποστραγγίστηκα | θα αποστραγγιστώ | να αποστραγγιστώ | αποστραγγιστεί | ||
| β' ενικ. | αποστραγγίστηκες | θα αποστραγγιστείς | να αποστραγγιστείς | αποστραγγίσου | ||
| γ' ενικ. | αποστραγγίστηκε | θα αποστραγγιστεί | να αποστραγγιστεί | |||
| α' πληθ. | αποστραγγιστήκαμε | θα αποστραγγιστούμε | να αποστραγγιστούμε | |||
| β' πληθ. | αποστραγγιστήκατε | θα αποστραγγιστείτε | να αποστραγγιστείτε | αποστραγγιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποστραγγίστηκαν αποστραγγιστήκαν(ε) |
θα αποστραγγιστούν(ε) | να αποστραγγιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποστραγγιστεί | είχα αποστραγγιστεί | θα έχω αποστραγγιστεί | να έχω αποστραγγιστεί | αποστραγγισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποστραγγιστεί | είχες αποστραγγιστεί | θα έχεις αποστραγγιστεί | να έχεις αποστραγγιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστραγγιστεί | είχε αποστραγγιστεί | θα έχει αποστραγγιστεί | να έχει αποστραγγιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστραγγιστεί | είχαμε αποστραγγιστεί | θα έχουμε αποστραγγιστεί | να έχουμε αποστραγγιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστραγγιστεί | είχατε αποστραγγιστεί | θα έχετε αποστραγγιστεί | να έχετε αποστραγγιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστραγγιστεί | είχαν αποστραγγιστεί | θα έχουν αποστραγγιστεί | να έχουν αποστραγγιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποστραγγισμένος - είμαστε, είστε, είναι αποστραγγισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποστραγγισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποστραγγισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποστραγγισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποστραγγισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποστραγγισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποστραγγισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αποστραγγίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.