αποστελλόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποστελλόμενος | η | αποστελλόμενη | το | αποστελλόμενο |
| γενική | του | αποστελλόμενου | της | αποστελλόμενης | του | αποστελλόμενου |
| αιτιατική | τον | αποστελλόμενο | την | αποστελλόμενη | το | αποστελλόμενο |
| κλητική | αποστελλόμενε | αποστελλόμενη | αποστελλόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποστελλόμενοι | οι | αποστελλόμενες | τα | αποστελλόμενα |
| γενική | των | αποστελλόμενων | των | αποστελλόμενων | των | αποστελλόμενων |
| αιτιατική | τους | αποστελλόμενους | τις | αποστελλόμενες | τα | αποστελλόμενα |
| κλητική | αποστελλόμενοι | αποστελλόμενες | αποστελλόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.