αποστελλόμενου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
αποστελλόμενου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του αποστελλόμενος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του αποστελλόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.