αποστειρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποστειρωτικός η αποστειρωτική το αποστειρωτικό
      γενική του αποστειρωτικού της αποστειρωτικής του αποστειρωτικού
    αιτιατική τον αποστειρωτικό την αποστειρωτική το αποστειρωτικό
     κλητική αποστειρωτικέ αποστειρωτική αποστειρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποστειρωτικοί οι αποστειρωτικές τα αποστειρωτικά
      γενική των αποστειρωτικών των αποστειρωτικών των αποστειρωτικών
    αιτιατική τους αποστειρωτικούς τις αποστειρωτικές τα αποστειρωτικά
     κλητική αποστειρωτικοί αποστειρωτικές αποστειρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποστειρωτικός < αποστειρώνω + -τικός

Επίθετο

αποστειρωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.