αποστήθιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστήθιση οι αποστηθίσεις
      γενική της αποστήθισης* των αποστηθίσεων
    αιτιατική την αποστήθιση τις αποστηθίσεις
     κλητική αποστήθιση αποστηθίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποστηθίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποστήθιση < (ελληνιστική κοινή) ἀποστήθισις < ἀποστηθίζω < ἀπό στήθους < αρχαία ελληνική στῆθος

Ουσιαστικό

αποστήθιση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.