αποστήθισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποστήθισμα τα αποστηθίσματα
      γενική του αποστηθίσματος των αποστηθισμάτων
    αιτιατική το αποστήθισμα τα αποστηθίσματα
     κλητική αποστήθισμα αποστηθίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποστήθισμα < αποστηθίζω + -μα < ἀποστηθίζω < ἀπό στήθους < αρχαία ελληνική στῆθος

Ουσιαστικό

αποστήθισμα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.