αποστηθίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποστηθίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποστηθίζω < ἀπό στήθους < αρχαία ελληνική στῆθος
Συγγενικά
- αποστήθιση
- αποστήθισμα
- αποστηθισμένος
- → δείτε τις λέξεις από και στήθος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποστηθίζω | αποστήθιζα | θα αποστηθίζω | να αποστηθίζω | αποστηθίζοντας | |
| β' ενικ. | αποστηθίζεις | αποστήθιζες | θα αποστηθίζεις | να αποστηθίζεις | αποστήθιζε | |
| γ' ενικ. | αποστηθίζει | αποστήθιζε | θα αποστηθίζει | να αποστηθίζει | ||
| α' πληθ. | αποστηθίζουμε | αποστηθίζαμε | θα αποστηθίζουμε | να αποστηθίζουμε | ||
| β' πληθ. | αποστηθίζετε | αποστηθίζατε | θα αποστηθίζετε | να αποστηθίζετε | αποστηθίζετε | |
| γ' πληθ. | αποστηθίζουν(ε) | αποστήθιζαν αποστηθίζαν(ε) |
θα αποστηθίζουν(ε) | να αποστηθίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποστήθισα | θα αποστηθίσω | να αποστηθίσω | αποστηθίσει | ||
| β' ενικ. | αποστήθισες | θα αποστηθίσεις | να αποστηθίσεις | αποστήθισε | ||
| γ' ενικ. | αποστήθισε | θα αποστηθίσει | να αποστηθίσει | |||
| α' πληθ. | αποστηθίσαμε | θα αποστηθίσουμε | να αποστηθίσουμε | |||
| β' πληθ. | αποστηθίσατε | θα αποστηθίσετε | να αποστηθίσετε | αποστηθίστε | ||
| γ' πληθ. | αποστήθισαν αποστηθίσαν(ε) |
θα αποστηθίσουν(ε) | να αποστηθίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποστηθίσει | είχα αποστηθίσει | θα έχω αποστηθίσει | να έχω αποστηθίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποστηθίσει | είχες αποστηθίσει | θα έχεις αποστηθίσει | να έχεις αποστηθίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποστηθίσει | είχε αποστηθίσει | θα έχει αποστηθίσει | να έχει αποστηθίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποστηθίσει | είχαμε αποστηθίσει | θα έχουμε αποστηθίσει | να έχουμε αποστηθίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποστηθίσει | είχατε αποστηθίσει | θα έχετε αποστηθίσει | να έχετε αποστηθίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποστηθίσει | είχαν αποστηθίσει | θα έχουν αποστηθίσει | να έχουν αποστηθίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.