αποστάξιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποστάξιμος | η | αποστάξιμη | το | αποστάξιμο |
| γενική | του | αποστάξιμου | της | αποστάξιμης | του | αποστάξιμου |
| αιτιατική | τον | αποστάξιμο | την | αποστάξιμη | το | αποστάξιμο |
| κλητική | αποστάξιμε | αποστάξιμη | αποστάξιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποστάξιμοι | οι | αποστάξιμες | τα | αποστάξιμα |
| γενική | των | αποστάξιμων | των | αποστάξιμων | των | αποστάξιμων |
| αιτιατική | τους | αποστάξιμους | τις | αποστάξιμες | τα | αποστάξιμα |
| κλητική | αποστάξιμοι | αποστάξιμες | αποστάξιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποστάξιμος < αποστάζω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική distillable)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.