αποσκελετωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποσκελετωμένος | η | αποσκελετωμένη | το | αποσκελετωμένο |
| γενική | του | αποσκελετωμένου | της | αποσκελετωμένης | του | αποσκελετωμένου |
| αιτιατική | τον | αποσκελετωμένο | την | αποσκελετωμένη | το | αποσκελετωμένο |
| κλητική | αποσκελετωμένε | αποσκελετωμένη | αποσκελετωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποσκελετωμένοι | οι | αποσκελετωμένες | τα | αποσκελετωμένα |
| γενική | των | αποσκελετωμένων | των | αποσκελετωμένων | των | αποσκελετωμένων |
| αιτιατική | τους | αποσκελετωμένους | τις | αποσκελετωμένες | τα | αποσκελετωμένα |
| κλητική | αποσκελετωμένοι | αποσκελετωμένες | αποσκελετωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποσκελετωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσκελετώνω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σκελετός
Μεταφράσεις
αποσκελετωμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.