αποσκελετώνω
Νέα ελληνικά (el)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αποσκελετωμένος
- → δείτε τη λέξη σκελετός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποσκελετώνω | αποσκελέτωνα | θα αποσκελετώνω | να αποσκελετώνω | αποσκελετώνοντας | |
| β' ενικ. | αποσκελετώνεις | αποσκελέτωνες | θα αποσκελετώνεις | να αποσκελετώνεις | αποσκελέτωνε | |
| γ' ενικ. | αποσκελετώνει | αποσκελέτωνε | θα αποσκελετώνει | να αποσκελετώνει | ||
| α' πληθ. | αποσκελετώνουμε | αποσκελετώναμε | θα αποσκελετώνουμε | να αποσκελετώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποσκελετώνετε | αποσκελετώνατε | θα αποσκελετώνετε | να αποσκελετώνετε | αποσκελετώνετε | |
| γ' πληθ. | αποσκελετώνουν(ε) | αποσκελέτωναν αποσκελετώναν(ε) |
θα αποσκελετώνουν(ε) | να αποσκελετώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποσκελέτωσα | θα αποσκελετώσω | να αποσκελετώσω | αποσκελετώσει | ||
| β' ενικ. | αποσκελέτωσες | θα αποσκελετώσεις | να αποσκελετώσεις | αποσκελέτωσε | ||
| γ' ενικ. | αποσκελέτωσε | θα αποσκελετώσει | να αποσκελετώσει | |||
| α' πληθ. | αποσκελετώσαμε | θα αποσκελετώσουμε | να αποσκελετώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποσκελετώσατε | θα αποσκελετώσετε | να αποσκελετώσετε | αποσκελετώστε | ||
| γ' πληθ. | αποσκελέτωσαν αποσκελετώσαν(ε) |
θα αποσκελετώσουν(ε) | να αποσκελετώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποσκελετώσει | είχα αποσκελετώσει | θα έχω αποσκελετώσει | να έχω αποσκελετώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποσκελετώσει | είχες αποσκελετώσει | θα έχεις αποσκελετώσει | να έχεις αποσκελετώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποσκελετώσει | είχε αποσκελετώσει | θα έχει αποσκελετώσει | να έχει αποσκελετώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποσκελετώσει | είχαμε αποσκελετώσει | θα έχουμε αποσκελετώσει | να έχουμε αποσκελετώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποσκελετώσει | είχατε αποσκελετώσει | θα έχετε αποσκελετώσει | να έχετε αποσκελετώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποσκελετώσει | είχαν αποσκελετώσει | θα έχουν αποσκελετώσει | να έχουν αποσκελετώσει |
| |
Μεταφράσεις
αποσκελετώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.