απορρυθμιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορρυθμιστικός η απορρυθμιστική το απορρυθμιστικό
      γενική του απορρυθμιστικού της απορρυθμιστικής του απορρυθμιστικού
    αιτιατική τον απορρυθμιστικό την απορρυθμιστική το απορρυθμιστικό
     κλητική απορρυθμιστικέ απορρυθμιστική απορρυθμιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορρυθμιστικοί οι απορρυθμιστικές τα απορρυθμιστικά
      γενική των απορρυθμιστικών των απορρυθμιστικών των απορρυθμιστικών
    αιτιατική τους απορρυθμιστικούς τις απορρυθμιστικές τα απορρυθμιστικά
     κλητική απορρυθμιστικοί απορρυθμιστικές απορρυθμιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απορρυθμιστικός < απορρύθμιση + -τικός

Επίθετο

απορρυθμιστικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.