αποδιοργανωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδιοργανωτικός η αποδιοργανωτική το αποδιοργανωτικό
      γενική του αποδιοργανωτικού της αποδιοργανωτικής του αποδιοργανωτικού
    αιτιατική τον αποδιοργανωτικό την αποδιοργανωτική το αποδιοργανωτικό
     κλητική αποδιοργανωτικέ αποδιοργανωτική αποδιοργανωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδιοργανωτικοί οι αποδιοργανωτικές τα αποδιοργανωτικά
      γενική των αποδιοργανωτικών των αποδιοργανωτικών των αποδιοργανωτικών
    αιτιατική τους αποδιοργανωτικούς τις αποδιοργανωτικές τα αποδιοργανωτικά
     κλητική αποδιοργανωτικοί αποδιοργανωτικές αποδιοργανωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποδιοργανωτικός < αποδιοργανώνω

Επίθετο

αποδιοργανωτικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.