απορρέων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απορρέων | η | απορρέουσα | το | απορρέον |
| γενική | του | απορρέοντος & απορρέοντα1 |
της | απορρέουσας & απορρεούσης* |
του | απορρέοντος |
| αιτιατική | τον | απορρέοντα | την | απορρέουσα | το | απορρέον |
| κλητική | απορρέων | απορρέουσα | απορρέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απορρέοντες | οι | απορρέουσες | τα | απορρέοντα |
| γενική | των | απορρεόντων | των | απορρεουσών | των | απορρεόντων |
| αιτιατική | τους | απορρέοντες | τις | απορρέουσες | τα | απορρέοντα |
| κλητική | απορρέοντες | απορρέουσες | απορρέοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απορρέων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπορρέων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπορρέω (που ξεπηγάζει: για υγρό)
Μεταφράσεις
απορρέων
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.