αποπληθωριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπληθωριστικός η αποπληθωριστική το αποπληθωριστικό
      γενική του αποπληθωριστικού της αποπληθωριστικής του αποπληθωριστικού
    αιτιατική τον αποπληθωριστικό την αποπληθωριστική το αποπληθωριστικό
     κλητική αποπληθωριστικέ αποπληθωριστική αποπληθωριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπληθωριστικοί οι αποπληθωριστικές τα αποπληθωριστικά
      γενική των αποπληθωριστικών των αποπληθωριστικών των αποπληθωριστικών
    αιτιατική τους αποπληθωριστικούς τις αποπληθωριστικές τα αποπληθωριστικά
     κλητική αποπληθωριστικοί αποπληθωριστικές αποπληθωριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποπληθωριστικός < αποπληθωρισμός + -ιστικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déflationniste)

Επίθετο

αποπληθωριστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.