ξελόγιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξελόγιασμα | τα | ξελογιάσματα |
| γενική | του | ξελογιάσματος | των | ξελογιασμάτων |
| αιτιατική | το | ξελόγιασμα | τα | ξελογιάσματα |
| κλητική | ξελόγιασμα | ξελογιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξελόγιασμα < ξελογιάζω
Ουσιαστικό
ξελόγιασμα ουδέτερο (παλιότερα και ξελάγιασμα)
- η πρόκληση ερωτικού πάθους που οδηγεί τον άλλο σε μη λογικές ενέργειες
- η παράσυρση σε ενέργειες που κάποιος δεν συνήθιζε, σε αλλαγή τρόπου ζωής, από πάθος για τον πλούτο, την άνετη ζωή ή κάτι άλλο ελκυστικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.