αποπλανήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αποπλανήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποπλανώ
  2. θα αποπλανήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποπλανώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αποπλανήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποπλάνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.