αποπερατωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπερατωμένος η αποπερατωμένη το αποπερατωμένο
      γενική του αποπερατωμένου της αποπερατωμένης του αποπερατωμένου
    αιτιατική τον αποπερατωμένο την αποπερατωμένη το αποπερατωμένο
     κλητική αποπερατωμένε αποπερατωμένη αποπερατωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπερατωμένοι οι αποπερατωμένες τα αποπερατωμένα
      γενική των αποπερατωμένων των αποπερατωμένων των αποπερατωμένων
    αιτιατική τους αποπερατωμένους τις αποπερατωμένες τα αποπερατωμένα
     κλητική αποπερατωμένοι αποπερατωμένες αποπερατωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποπερατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποπερατώνω

Μετοχή

αποπερατωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.