απονύχτερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απονύχτερος | η | απονύχτερη | το | απονύχτερο |
| γενική | του | απονύχτερου | της | απονύχτερης | του | απονύχτερου |
| αιτιατική | τον | απονύχτερο | την | απονύχτερη | το | απονύχτερο |
| κλητική | απονύχτερε | απονύχτερη | απονύχτερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απονύχτεροι | οι | απονύχτερες | τα | απονύχτερα |
| γενική | των | απονύχτερων | των | απονύχτερων | των | απονύχτερων |
| αιτιατική | τους | απονύχτερους | τις | απονύχτερες | τα | απονύχτερα |
| κλητική | απονύχτεροι | απονύχτερες | απονύχτερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απονύχτερος < απο- + αρχαία ελληνική νύκτερος
Συγγενικά
- απονύχτερα
- απονυχτερεύω
- απονύχτερο
- → δείτε τις λέξεις από και νύχτα
Μεταφράσεις
απονύχτερος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.