απομωραμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απομωραμένος | η | απομωραμένη | το | απομωραμένο |
| γενική | του | απομωραμένου | της | απομωραμένης | του | απομωραμένου |
| αιτιατική | τον | απομωραμένο | την | απομωραμένη | το | απομωραμένο |
| κλητική | απομωραμένε | απομωραμένη | απομωραμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απομωραμένοι | οι | απομωραμένες | τα | απομωραμένα |
| γενική | των | απομωραμένων | των | απομωραμένων | των | απομωραμένων |
| αιτιατική | τους | απομωραμένους | τις | απομωραμένες | τα | απομωραμένα |
| κλητική | απομωραμένοι | απομωραμένες | απομωραμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις απομωραίνω και μωρός
Μεταφράσεις
απομωραμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.