απομυθοποιητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομυθοποιητικός η απομυθοποιητική το απομυθοποιητικό
      γενική του απομυθοποιητικού της απομυθοποιητικής του απομυθοποιητικού
    αιτιατική τον απομυθοποιητικό την απομυθοποιητική το απομυθοποιητικό
     κλητική απομυθοποιητικέ απομυθοποιητική απομυθοποιητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομυθοποιητικοί οι απομυθοποιητικές τα απομυθοποιητικά
      γενική των απομυθοποιητικών των απομυθοποιητικών των απομυθοποιητικών
    αιτιατική τους απομυθοποιητικούς τις απομυθοποιητικές τα απομυθοποιητικά
     κλητική απομυθοποιητικοί απομυθοποιητικές απομυθοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απομυθοποιητικός < απομυθοποιώ + -τικός

Επίθετο

απομυθοποιητικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την απομυθοποίηση, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.